ιλαριώδης

ιλαριώδης
ης, ες коревой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ιλαριώδης" в других словарях:

  • ιλαριώδης — ες αυτός που μοιάζει με ιλαρά («ιλαριώδες εξάνθημα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιλαρά + ιωδης, επαυξημένη μορφή τής ωδης] …   Dictionary of Greek

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»